ἀποξημερώνομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποξημερώνομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποξημερώνομαι Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ξημερώνομαι, δι᾿ ὃ ἰδ. ξημερώνω.

Σημασιολογία

Καταλαμβάνομαι ὑπὸ τῆς αὐγῆς: ᾎσμ. Μιˬὰ dαχινὴ σηκώνουdαι μὲ τόση δροσινάδα κιˬ ἀποξημερωθήκανε ᾽ς τοῦ Γάζη τὴ gαμάρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/