ἀποσκιˬούρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκιˬούρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποσκιˬούρι τό, Πελοπν. (’Ανδρίτσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπόσκιˬο, δι᾽ ὃ ἰδ. ἀπόσκιˬος, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούρι.
Σημασιολογία
Τόπος ὑπήνεμος. Συνών. ἀπάγκε͜ιασμα 1, ἀπάγκε͜ιος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA