ἀποξοδιˬˬάζω (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποξοδιˬˬάζω (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποξοδιˬˬάζω (Ι) Ἤπ. (Τζουμέρκ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ξοδιˬάζω (Ι)<ἔξοδο.
Σημασιολογία
Δαπανῶ πᾶν ὅ,τι ἔχω, παύω νὰ δαπανῶ ἐνιαχ.: ᾎσμ. Ἄν ξόδιˬασε κι ἂν ξόδιˬασε χίλιˬα τρακόσιˬα γρόσιˬα, ’ς τὴ σκάλα της κατασκαλῆς ἐννεˬὰ πύργους ἀσήμι... καὶ ’φόντας τ᾿ ἀποξόδιˬασε βῆκε ᾽ς τὸ παραθύρι, Κώστα μου μὴν ξοδιˬάζεσαι, μὴ χάνῃς καὶ τὸ βιˬό σου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA