ἀποξυλαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποξυλαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποξυλαίνω ἀμάρτ. ᾿ποξυλαίνω Τῆλ. ἀποξυλιˬαίνω Πελοπν. (Λακων.) 'ποξυλιˬαίνω Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπόξυλος.

Σημασιολογία

1) Γίνομαι πολὺ ξηρὸς ἔνθ’ ἀν.: Τὸ ψωμὶ ἀποξύλιˬανε Λακων. Ἔβαλε τὰ ψουμιˬὰ ᾿ς τὸν ἥλιˬον νὰ ᾿ποξυλιˬάνουν Κύπρ. Οὕλα τὰ πράματα 'ποξυλιˬάναν ’ποὺ τὸ πάος (τὴν παγωνιὰ) αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποξυλιˬάζω 1. β) Μεταφ. καθίσταμαι ἀκίνητος, ἀδρανὴς Λακων.: Αὐτὴ ἡ ὑπόθεσι ἀποξύλιˬανε. 2) ’Αποψύχομαι Κύπρ.: Τοιμᾶσαι ᾿δρωμένος ἔξω ταὶ ᾿εν-νὰ ᾿ποξυλιˬάνῃς. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποξυλιˬάζω 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/