ἀποσκλαβώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκλαβώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσκλαβώνω Κύπρ. Πόντ. (Σάντ.) 'ποσκλαβώνω Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σκλαβώνω.

Σημασιολογία

᾿Απαλλάσσω τινὰ ἀπὸ τὴν σκλαβιˬάν, ἐλευθερώνω ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Πο͜ιὸς εἶναι π᾿ ἀναστέναξεν τ’ ἐστάχην τὸ καράβιν; ἄν εἶναι 'ποὺ τοὺς δούλους μου, π-παράες να τοὺς δώσω, ἄν εἶναι ’ποὺ τοὺς σκλάβους μου, 'ὲν νὰ τοὺς ’ποσκλαβώσω Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/