ἀποσκολάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκολάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσκολάζω Θήρ. Πόντ (Κερασ. Οἰν.) ἀποσκολνῶ Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποσχολάζω.

Σημασιολογία

Παύω νὰ ἐργάζωμαι πρὸς ἀνάπαυσιν ἢ δι’ ἄλλον λόγον, σχολάζω ἔνθ’ ἀν. : ᾿Ηποσκόλασαν οἱ μαθητὲς Θήρ. ᾿Αποσκολάζω ἀσ’ σὴν δουλείαν - ἀσ’ σὸ σκολεῖον Οἰν. Συνών. ἀποσκολε͜ιῶ 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/