ἀποξυπολυˬῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποξυπολυˬῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποξυπολυˬῶ ἀμάρτ. ἀποξυπολύζω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Μέσ. ἀποξυπολυˬέμαι ἐνιαχ. ἀποξουπολύσκουμαι Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ξυπολυˬῶ.

Σημασιολογία

᾿Εκβάλλω τὰ ὑποδήματά τινος, κάμνω τινὰ νὰ ξυπολυθῇ Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Καὶ μέσ. ἐκβάλλω τὰ ὑποδήματά μου καὶ τὰς περικνημῖδάς μου ἐνιαχ. καὶ Πόντ. (Σάντ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/