ἀποξυραφίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποξυραφίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποξυραφίζω Κρήτ. ἀπουξουραφίζου Θεσσ. (Πήλ.) ’ποξυραφίζω Κρήτ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ξυραφίζω.
Σημασιολογία
Τελειώνω τὸ ξύρισμα ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ικεῖ τοὺ γαbρὸ τοὺνι ξουραφίζ’ πρῶτα λίγου τἀ πιδιˬὰ κὶ κουdὰ ἡ bράτ’μους κὶ τοὺν ἀπουξουραφίζ’ ἡ bαρbέρ’ς Πήλ. Συνών. ἀποξυρίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA