ἀποξυρίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποξυρίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποξυρίδι τό, ἀμάρτ. ἀποουρίδι Πελοπν. (Βούρβουρ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποξυρίζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι. Περὶ τῆς παραγωγῆς ἰδ. ΒΦάβην ἐν ᾿Αθηνᾷ 45 (1933) 359.

Σημασιολογία

Πληθ., τὰ ἄχρηστα πρὸς νῆσιν μαλλία: Τιγάρες εἶχα μαλλιˬά; κἄτι ἀποουρίδιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/