ἀπόξυσμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόξυσμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόξυσμα τό, Θήρ. Κύθν. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀπόξυσμαν Πόντ. (Κερασ.) ’πόξυσμαν Κύπρ. ἀπόξυμα Ἄνδρ. Πελοπν. (Λακων.) ἀπότσουμα Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀπόξυσμα.
Σημασιολογία
1) Τὸ διὰ τῆς ξέσεως ἢ τῆς ξύστρας λαμβανόμενον, ἰδίᾳ ἐπὶ τῆς ζύμης τῆς μετὰ τὴν πλάσιν τῶν ἄρτων ἀπὸ τῶν τοιχωμάτων τῆς σκάφης λαμβανομένης Ἄνδρ. Θήρ. Κύθν. Κύπρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Τσακων.: ’Ποὺ τὰ ᾿ποξύσματα τῆς σκάφης ἔκαμα ἕναν ψουμὶν ταὶ μιˬὰν πούλλαν Κύπρ. ’Πὸ τὸ ’πόξυσμαν ἔκαμα μίαν χαλ- λουμόπιτ-ταν (τυρόπιτταν) αὐτόθ. Ἔφαγα τ᾿ ἀποξύσματα τοῦ χαρανιˬοῦ (τὰ εἰς τὸν πυθμένα τῆς χύτρας προσκολλώμενα) Μάν. Μάζωξα ἕνα πιˬάττο ἀπὸ ἀποξύσματα αὐτοθ. || Παροιμ. Μήπως ἔφαγα τ᾽ ἀπόξυσμα; (ἐπὶ τῶν παραπονουμένων ὅτι δὲν εἰσακούονται, δηλονότι ὡς παραπονοῦνται οἱ τρώγοντες τὰ ἀποξύσματα τῆς χύτρας) Λακων. Συνών. ἀπόξεσμα, ἀποξύσμιν. β) Μετων. ἄνθρωπος εὐτελής, περιφρονήσεως ἄξιος Θήρ. Κύπρ.: ᾿Εν-νὰ βκῇς τ’ ἐσούνι τὸ ’πόξυσμαν ’τεῖ ποῦ ’ν’ οἱ ἀδρῶποι; Κύπρ. || ᾎσμ. Μωρὴ τσαρδέλλα βρομερή, ταgει͜͜ά, ξεdεριασμένη, ἀπόξυσμα τοῦ βαρελλιοῦ, ποι͜ὸς διάολος σὲ θέλει; Θήρ. 2) Τὸ τελευταῖον γεννηθὲν τέκνον, τὸ ὑστερότοκον Πόντ. (Κερασ.) Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀποβυζαστάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA