ἀποξύστης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποξύστης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀποξύστης ὁ, ΑἘφταλ. Μαζώχτρ. 202 ἀπουξύστ’ς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποξύνω. Παρὰ Σόμ. τύπ. ἀποξυστής.

Σημασιολογία

1) Ἀποξυστάρι, ὃ ἰδ., Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Λέσβ. β) Ὁ ἐκ τῶν ἀποξυσμάτων τῆς ζύμης πλαττόμενος ἄρτος Θρᾴκ. (Μάδυτ.) 2) Ἀπόξυσμα 2, ὃ ἰδ., ΑἘφταλ. ἔνθ’ ἀν.: Εἶναι κιˬ ὁ ἀποξύστης μας κ’ ἔχει κιˬ αὐτὸ νὰ πῇ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/