ἀποουρυάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποουρυάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποουρυˬάζω ἀμάρτ. ἀποουρυˬάτζω Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. οὐρυˬάζω.

Σημασιολογία

Φωνῶ, κραυγάζω μακρόθεν εἴτε πρὸς συγκράτησιν τῶν ἀπομακρυνομένων βοσκημάτων εἴτε πρὸς παρόρμησιν τῶν κυνῶν κατά τινος: ᾎσμ. Μ-μ’ ὡς ἦτον γεροντολαὸς κ’ ἦτο καὶ κατεχάρις, ἐπῆρεν τὸν ἀνήφορο καὶ κάμνει κοντοόρτιˬα, ἀπολλαργέρει τῶ σκυλλιˬῶ κιˬ ὁ νεˬὸς ἀποουρυˬάτζει (κοντοόρτιˬα = κοντοβόλτια, πηδήματα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/