ἀποπαίρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπαίρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπαίρνω σύνηθ. ἀπουπαίρνου βόρ, ἰδιώμ. ᾿ποπαίρνω πολλαχ. ᾿πουπαίρνου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ᾿ποπαίρου Εὔβ. (Κονίστρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. παίρνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Συμπεριφέρομαι πρός τινα τραχέως, σκαιῶς, ἰδίᾳ πρὸς κατώτερον ἢ ἀσθενέστερον σύνηθ.: Ὅλο τ᾽ ἀποπαίρνεις τὸ παιδί, τί σοῦ ᾿φταιξε; Τὸν ἀποπῆραν ὅλοι μ’ ἕνα στόμα καὶ τά ’χασε. Μ’ ἀποπῆρε κιˬ οὕλο μ᾿ ἀποπαίρνει, δὲν κοιτάω νὰ μιλήσω μπροστά του. Μ’ ἀποπῆρε τὸν κακομοίρη σὰν κἀνένα σκυλλὶ σύνηθ. Συνών. ἀγριοπαίρνω, ἀπαρίου, ἀπαρίου, ἀπολαλῶ 3, ἀπολογιˬάζω (Ι) 2, παραπαίρνω. Μετοχ. ἀποπαρμένος = προσβεβλημένος ΚΧατζοπ. ᾽Αγάπ. 21: ᾽Ιγώ, μουρή; εἶπε ἡ Βαρβάρα ἀποπαρμένη. 2) Λαμβάνω τι ἐντελῶς, ἐξ ὁλοκλήρου Θήρ. Θρᾴκ. (᾿Αλμ.) Κρήτ. (Βιάνν.) Πελοπν. (Βυτιν. Μάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Τ᾿ ἀπόπηρες τὰ κλαδιˬά; Θήρ. Δῶσ’ του δῶσ’ του τοῦ πάdηξε τρεῖς φορὲς καὶ τοῦ ᾽πόπηρε τὴ bίττα Βιάνν. Θὰ πάρω ὅσο bοράω σήμερα καὶ αὔριο τὸ ἀποπαίρνω ὅλο τὸ βελανίδι Μάν. 3) ᾿Απολαύω τινος ἀφθόνως, μέχρι κόρου Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τ᾿ ἀπουπῆρα οὕλα τώρᾳ, σταφύλιˬα, σῦκα, δὲν τὰ θέλω τὰ σ᾿χάθ’κα. Ἄφ’ τοὺ πιδά’ νὰ φάῃ ὅσου θέ’, θὰ τ᾿ ἀπουπάρ’ κὶ δὲ θὰ ματαχαλέψ’. β) Αἰσθάνομαι ἀνάπαυσιν, ἀνακούφισιν, οἷον ἀπὸ κόπων, ἀπὸ στενοχωριῶν κττ., ἀναλαμβάνω, συνέρχομαι Στερελλ. (Αἰτωλ.): Πῆγα ᾿ς τοὺ χουριˬό μ᾽ κι ἀπουπῆρα. Ἦρθαν ἰδῶ νὰ πιˬοῦν ἕνα μῆνα κρύου νιρὸ κὶ ν' ἀπουπάρουν. γ) Ἱκανοποιῶ ἐν μέρει τὸν πόθον μου Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἔφαγα ν᾿ ἀπουπάρου. Τρώου σταφύλιˬα γιˬὰ ν’ ἀπουπάρου (διὰ νὰ αἰσθανθῶ τὴν τελευταίαν γεῦσιν καὶ νὰ μὴ τὰ ἐπιθυμήσω πλέον). || Φρ. ’Απουπαίρ' τώρᾳ αὐτός, γιˬ᾿ αὐτὸ γυρεύ’ κρασὶ (εἶναι ἑτοιμοθάνατος). δ) Θερμαίνομαι ἱκανῶς πως Στερελλ. (Ἄμφ.) - Μποὲμ ᾿Αγριολούλ. 43: Ἄσ’ το ν᾿ ἀποπάρῃ λίγο (ὅταν πρόκειται περὶ πράγματος μὴ ἔχοντος ἀνάγκην πολλῆς θερμότητος) Ἄμφ. Σὰν ἀποπῆρε ᾿θράκα ἡ πίττα καὶ σὰν ἀποψήθηκε κ᾽ ἔγινε τὸ ψωμὶ Μποὲμ ἔνθ’ ἀν. 4) Ἐπιλαμβάνομαί τινος ὀλίγον, οἷον σπογγίζω τι ὀλίγον Θρᾴκ.: ᾽Αποπαίρνω τὸ πάτωμα. 5) Λαμβάνω τὸ μέρος τινος, ὑπερασπίζομαι, δικαιολογῶ, ἐπαινῶ Κρήτ. Ρόδ.: Μὴ dὴ ’bοπαίρνῃς, γιˬατὶ δέν εἶναι ἐτσὰ ποῦ τὴ θαρεῖς Κρήτ. ᾽Επόπαιρνά την ἴσαμε δά, μὰ ἀποδὰ καὶ πέρα δὲ dὴ ᾿bοπαίρνω αὐτόθ. Μωρὲ 'πόπαρμα ποῦ τὸν ἐπόπαιρνεν καὶ παίνει͜͜ωμα ποῦ τὸν ἐπαίνε͜ιε! Ρόδ. 6) ’Επὶ ἀνέμου, βροχῆς κττ., καταπαύω Στερελλ. (Μεσολογγ.) Σκῦρ.: ’Αποπῆρε ὁ ἀέρας Μεσολόγγ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA