ἀποπάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀποπάνω κοιν. ἀποπάνου Εὔβ. (Κονίστρ.) κ.ἀ. ἀπουπάνω Πελοπν. (Λάστ.) Πόντ. (᾿Ινέπ.) ἀπουπάνου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀποπάν' Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀπουπάν' Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Μακεδ κ.ἀ. ἀπεπάνω Κάρπ. ἀπ’πάν’ Ἴμβρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀπ᾿φάν᾿ Θεσσ. (Πορταρ.) ἀπαπάνω Καππ. (Ἀξ. ’Αραβάν. Τελμ.) ἀοπάνω Κάσ. Παξ. Σίφν. Σύμ. ἀουπάνω Ἤπ. Κάρπ. ἀουπάνου Ἤπ. (Ἰωάνν. κ.ἀ.) Λευκ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀουπάν’ Ἤπ. (Μακεδ.) Μεγίστ. ἀιˬπάνου 'Ιθάκ. Λευκ. ἀγοπάνω Ἤπ. (Σχωρ.) ἀγουπάνω Ἤπ. (Τζαμαντ.) ἀχ’πάνου Στερελλ. (Εὐρυταν.) ἀχ’πάν' Στερελλ. (Εὐρυταν.) οὐπάνω Ἤπ. ἐπεπάν’ Πόντ (Ὄφ.) ᾽ποπάνω πολλαχ. ᾿ποπάνου Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Εὔβ. (Κονίστρ. Ὄρ.) ᾽πουπάνω Ἤπ. Κύπρ. Ρόδ. κ.ἀ ᾿πουπάνου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. καὶ ᾽Απουλ. (Καλημ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω, παρ’ ὃ καὶ ’πάνω. Ὅτι ἡ λ. παλαιὰ μαρτυρεῖ ὁ παρὰ Μαχαιρ. 1,462 (ἔκδ. RDawkins) τύπ. ἀπουπάνω. Οἱ τύπ. οἱ ἀρχόμενοι ἀπὸ ἀγ- καὶ ἀχ- ἔχουν τὸ γ εἰς χ κατὰ σύμφυρ. πρὸς τὴν ἐκ. Ὁ τύπ. ἀπ’ φάν’ ἐκ τοῦ ἀπ᾿ πάν᾿ κατ’ ἀνομ.
Σημασιολογία
1) Ἄνω0εν, ἐπάνωθεν, ἐπὶ κινήσεως ἀπὸ τόπου κοιν. καὶ ᾿Απουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (᾽Αξ. 'Αραβάν. Τελμ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔφυγαν ἀποπάνω ἀπὸ τὸ βουνό. Κατέβηκε ἀποπάνω ἀπ' τὴν ταράτσα ’ς τὸ κατώει. Τὸ πῆρε ἀποπάνω ἀπ᾿ τὸ τραπέζι. Ἔπεσε ἀποπάνω ἀπὸ τὸ δέντρο - ἀπὸ τὴ σκαλωσιˬὰ κοιν. Τέτο͜ιο πρᾶμα δὲν ξελείβγεται ἀποπάνω ’πὸ τὸ σῶμα Κίμωλ. || Φρ. Φαίνεται ἀποπάνω του λυπημένος (ἐκ τῆς ἐμφανίσεώς του, ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ του) Ἄνδρ. Δὲν ἔχει μηδ᾽ ἀποπάνω μηδ᾽ ἀποκάτω (οὔτε ὑπὸ τοῦ Θεοῦ οὔτε ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων βοηθεῖται. ᾽Επὶ πτωχοῦ) Κρήτ. Ἔτσι ἤθελε ᾿ποπάνου (ὁ Θεὸς) Ὄρ. Νὰ σὲ πάῃ ᾽ποπάνου καὶ ’ποκάτου! (νὰ σὲ καταλάβῃ καὶ ἔμετος καὶ διάρροια) Σωζόπ. Νά ᾿ρτῃ 'ποπάνω κάτω! (νὰ ἀνατραπῇ) Κύπρ. || ᾎσμ. ᾿Èν ἦτον παλ-λα͜ιοκάστελ-λον νὰ ᾿ρτῇ ᾿ποπάνω κάτω αὐτόθ. Συνών. ἀποπανωθεˬό. β) Μετ᾿ ἄρθρ., ὁ ἀνωτέρω ὑπάρχων σύνηθ.: Τ’ ἀποπάνω εἶναι τὸ καλύτερο. Ἔρχεται ἀπ’ τὴν ἀποπάνω γειτονιˬά. Κάθεται ’ς τὴν ἀποπάνω μερεˬὰ κιˬ ἀγναντεύει κάτω. γ) Προσεχὴς Σύμ.: Ἡ ἀποπάνω ᾽βδομάδα. 2) Ἄνω, ἐπάνω πολλαχ.: Φρ. Οὔτε ἀουπάνω κορ’φὴ οὔτε κάτω ρίζα (ἐπὶ φυτῶν ἀναυξήτων καὶ μεταφ. ἐπὶ παιδίων) Ἤπ. Ἤβγεν κιˬ ἀοπάνω (ὑπερίσχυσεν) Σύμ. || ᾎσμ. 'Πουκάτω φόρησεν γρουσᾶ, ᾿πουπάνω γρουσταλ-λένα, τέλει͜α ’πουπάνω φόρησεν μαῦρα σκοτεινιˬασμένα Κύπρ. 3) Προθετικῶς ἄνωθέν τινος (α) Μετὰ γενικῆς κοιν.: Φρ. Τὸν ἔχω ἀποπάνω μου (μὲ ἐπιτηρεῖ ἐνοχλητικῶς). Κάθεται ἀποπάνω μου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κορινθ. Τοὺν ἔ᾽ ἀουπάνου τ’ (ἐνν. τὸν διάβολον, ἤτοι ἐμπνέεται ὑπὸ τοῦ διαβόλου) Ἤπ. Τοὺ πῆρι 'πουπάνου τ᾿ (κατέστη ἀλαζὼν) Μακεδ. (Κοζ.) (β) Μετὰ προσδιορισμοῦ διὰ τῆς προθ. ἀπὸ κοιν.: Φρ. Τὰ μυˬαλά του τά ’χει ἀποπάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι του (ἐπὶ ἀνοήτου). Τὸν ἔχω ἀποπάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι μου (τὸν τιμῶ καὶ ἀγαπῶ). Τὸν ἔχω ἢ κάθεται ἀποπάνω μου (μὲ ἐπιτηρεῖ ἐνοχλητικῶς). (γ) Μετὰ προσδιορισμοῦ διὰ τῆς προθ. ’ς Ἤπ. κ.ἀ.: Εἶν᾿ ἀουπάνου ’ς τὸν καιρό του (εἰς τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας του) Ἤπ. 4) Χρονικῶς, κατόπιν ἄλλου τινὸς σύνηθ.: Πίνει νερὸ ἀποπάνω ἀπ' τὸ κρασὶ - ἀπ’ τὸν καφὲ κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA