ἀποπανωθεˬὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπανωθεˬὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποπανωθεˬὸ ἐπίρρ. Ἄνδρ. Κέρκ. Κρήτ. Λευκ. Νάξ. (Δαμαρ.) ᾿ποπανωθεˬὸ Κρήτ. ᾽ποπανωθεˬὸν Κύπρ. ᾽πουπανωθεˬὸν Κύπρ. ᾿πουπανωθκεˬὸν Κύπρ. ᾽ποπανωτσὸ Κάλυμν. ἀποπανωθεˬὸς Κρήτ. ἀπουπανωθεˬὸς Κρήτ. ’ποπανωθεˬὸς Κρήτ. ἀbοπανωθεˬὸ Κρήτ. (Σφακ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀποπάνωθεν. Ἡ λ. καὶ ἐν ᾽Ερωτοκρ., ἔνθα ἰδ. περὶ τῆς ἐτυμολογίας τῆς λ. ἰδ. ὑπὸ ΣΞανθουδ. ἐν σ. 503.

Σημασιολογία

᾿Απὸ ἐπάνω, ἄνωθεν ἔνθ’ ἀν.: Τί στέκεσαι ἀποπάνωθεˬό; Ἄνδρ. ’Ποπανωθεˬὸ ’ποῦ τὸ ’φάλι ἤφαε τὴ μαχαιρά Α. Κρήτ. Τό ’φηκα ἐκε͜͜ιὰ ποῦ κάθουμουν ἀποπανωθεˬὸ αὐτόθ. ᾿Αbοπανωθεˬὸ ’ς τὴ βρύσι Σφακ. Ἔκατσε ἀποπανωθεˬὸ καὶ τὰ τσάκισε Κρήτ. Ρῖξε ’ποπανωθεˬό σου ἕνα bοξᾶ νὰ μὴ gρυολογήσῃς αὐτόθ. Τσῆ δώσανε τσοὶ λαμπάδες ἀναμμένες καὶ τσοὶ βάστανε ’ς τὸ κρεββάτι ἀποπανωθεˬὸ Δαμαρ. Τ’ ἄστρα μιλιούνιˬα ἐλάμπασιν ᾽πουπανωθκεˬὸν Κύπρ. || Παροιμ. ’Ποπανωθεˬὸς τοῦ κερατᾶ ξυλεˬὲς τοῦ βγαίνου gιόλας (ἐπὶ τοῦ παθόντος κακόν τι, ἐν ἐπιμέτρῳ δὲ καὶ ἄλλο κακὸν πάσχοντος) Κρήτ. ’Ποπανωτσὸ τοῦ νοικοκυροῦ πολλὲς ξυλεˬὲς τοῦ πρέπουσι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κάλυμν. || ᾌσμ. 'Ποπανωθεˬὸς ’ς τὰ φρύδιˬα σου ἕνα τζαμὶ δὰ χτίσω καὶ dερβισάκι δὰ γενῶ νὰ bῶ νὰ προσκυνήσω Κρήτ. Ἄνοιξεν τ’ ηὗρεν την χαμαὶ μὲ έρκα σταυρωμένα, ’πουπανωθκεˬὸν ἐφίλησεν δκυˬὸ είλη κουραλ-λένα Κύπρ. ᾽Αντίθ. ἀποκατωθεˬό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/