ἀποπανωλίθαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπανωλίθαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποπανωλίθαρο τό, ἀμάρτ. ᾿πουπανωλίθαρον Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀποπάνω καὶ τοῦ οὐσ. λιθάρι.

Σημασιολογία

Ὁ ἄνω περιστρεφόμενος λίθος τοῦ μύλου: Αἴνιγμ. Οὕλοι οἱ μύλοι γυρίζουν τὸ ᾿πουπανωλίθαρον τ᾽ ἔει μύλον ποῦ γυρίζει τὸ ᾿πουκατωλίθαρον (τὸ στόμα καὶ ἡ κάτω σιαγών). Συνών. ἀπανάρι 1, ἀπανωλίθαρο, ἀποπανάρι 2, ἀντίθ. ἀποκατάρι 2, ἀποκατωλίθαρο, κατωλίθι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/