ἀποπαστρεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπαστρεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποπαστρεύω πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. παστρεύω.

Σημασιολογία

Παστρεύω, καθαρίζω ἐντελῶς πολλαχ.: Ὅσο νὰ ἀποπαστρέψω τὸ σ᾽τάρι μὲ πῆρε ἡ νύχτα πολλαχ. || Παροιμ. Τοῦ ψειρῆ νὰ βάνῃς κιˬ ἄλλες ψεῖρες, ἂν τὸν ξεψειριˬάσῃς, κακὰ κάνεις, μὰ τὸν παστρικὸ ν᾿ ἀποπαστρέψῃς καὶ θενά ’σαι πάντα κερδεμένος (ὁ δι᾽ ὀκνηρίαν κακοπαθῶν εἶναι ἄξιος τῆς τύχης του, ἄξιος βοηθείας εἶναι ὁ παρὰ τὴν προσπάθειάν του μὴ ἐπαρκῶν) Ζάκ. Συνών. ξεπαστρεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/