ἀπόπασχα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόπασχα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπόπασχα ἐπίρρ. σύνηθ. ἀπόπασκα σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ της προθ. απὸ και του οὐσ. Πάσχα.
Σημασιολογία
Μετὰ τὸ Πάσχα: Παροιμ. Νά ’χα τὸ Πάσχα νά ’τρωγα κιˬ ἀπόπασχα νὰ ’φόρουνα (ἐπὶ στερήσεως τῶν ἀναγκαιοτάτων καὶ κοινοτάτων) Ἤπ. Συνών. ἀπόλαμπρα 1, ξέλαμπρα, ξέπασχα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA