ἀποπατητὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπατητὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀποπατητὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. ’ποπατητὸς Σύμ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀποπατητὸς = βαρύς, ἰσχυρός. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 222 (ἔκδ. GWagner σ. 149) «ραβδέας ἀποπατητὰς μεγάλας σὲ φορτώνουν».

Σημασιολογία

᾽Ακίνητος, ἐπίμονος: ᾽Εκάετον ᾿ποπατητὸς ὥστε κ’ ἔκαμέν του τὴν δουλε͜ιάν του (ἐπέμενεν ἕως ὅτου κτλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/