ἀποπαχένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπαχένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπαχένω Κρήτ. ἀποπαύνω Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. παχένω.
Σημασιολογία
1) 'Αποβάλλω τὸ πάχος μου Τραπ.: ᾿Επεπάυνεν τὸ μωρόν. 2) Παχύνομαι λίαν, ὑπὲρ τὸ δέον Κρήτ.: ’Εδὰ ἐδὰ ἀποπάχυνε ὁ δεῖνα. Συνών. παραπαχένω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA