ἀποπαχνᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπαχνᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀποπαχνᾶς ὁ, Στερελλ. (᾿Αράχ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπόπαχνο.
Σημασιολογία
1) Ὁ τρώγων πάντα τὰ βαλλόμενα εἰς τὴν φάτνην ἄχυρα ἢ ἄλλον χόρτον, ὁ τρώγων καὶ τὰ ἀπόπαχνα ἀκόμη, ἐπὶ κτηνῶν: Τέτο͜ιος ἀπουπαχνᾶς ποῦ ᾽ναι τρώει κιˬ ἀπόπαχνα. 2) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, πολυφάγος: Κακομοίρ’ ἀπουπαχνᾶ, δὲν ἀφίνεις τίπουτα!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA