ἀποπελαγώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπελαγώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπελαγώνω Λευκ. Πελοπν. (Κορινθ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. πελαγώνω.
Σημασιολογία
1) Φέρω τινὰ εἰς δύσκολον θέσιν, κάμνω τινὰ νὰ σκοτισθῇ, συγχύζω ἔνθ᾽ ἀν.: Ἤμουνα πελαγωμένος, ἦρθε κιˬ αὐτὸς μὲ τὸ ξελέματά του καὶ μ᾿ ἀποπελάγωσε (ξελέματα = ἐριστικὴ διάθεσις, ἔριδες) Λευκ. Τὸν ἀποπελάγωσε μὲ τοὶς φασαρίες ποῦ τοῦ ᾽καμε καὶ τά ᾿χασε Κορινθ. Συνών. ἀποθαλασσώνω 2, ζαλίζω, σαστίζω. 2) ᾿Αμετβ. σκοτίζομαι, συγχύζομαι ἔνθ’ ἀν.: ᾿Αποπελάγωσε καὶ δὲν ξέρει τι νὰ κάμῃ Κόρινθ. Εἶχα τόσα βάσανα καὶ μὲ τοὶς σκοτοῦρες τώρᾳ τοῦ παιδιοῦ μου ἀποπελάγωσα Λευκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA