ἀποπελεκῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπελεκῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπελεκῶ Λεξ. Δημητρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀποπελεκῶ.
Σημασιολογία
Τελειώνω τὸ πελέκημα, ἀπεργαζόμενός τι διὰ πελεκήματος φέρω αὐτὸ εἰς πέρας: ᾽Αποπελέκησε τὸ πωρὶ νὰ τὸ βάλωμε κατώφλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA