ἀποπέρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπέρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποπέρα ἐπίρρ. ἀποπέραν Πόντ. ἀποπέρα κοιν. ἀπουπέρα βόρ. ἰδιώμ. ’ποπέρα σύνηθ. ᾿πουπέρα σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. ἀπ’πέρα Στερελλ. (Ἄμφ.) ἀουπέρα Μακεδ. ἀχ᾽-πέρα Στερελλ. (Μέγα Χωρ.) ἀγουπέρα Ἤπ. (Τζαμαντ.) ἀπόπερα Ἤπ. Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Τριφυλ.) κ.ἀ. ἀπόπιρα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾽πόπερα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ἀιˬπέρα Μακεδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. πέρα.

Σημασιολογία

1) ᾿Εκ τοῦ ἀπέναντι μέρους κοιν. καὶ Πόντ.: Δὲν ἦρθε ἀκόμη ἀποπέρα. Ὅταν ἔρθῃ ἀποπέρα᾿ θὰ σοῦ τὸ παραγγείλω. Τὸν βλέπω νὰ περνοδιˬαβαίνῃ ἀποπέρα, μὰ δῶ δὲν ἔρχεται κοιν. Δὲν ἀκῶ ἀπευτοῦ ἀπόπερα, ἔλα πεˬὸ κοντὰ Τριφυλ. 2) Πέραν, τὸ ἀπέναντι μέρος, ἐπὶ στάσεως ἢ κινήσεως πολλαχ.: Τί κάθεσαι ἀπόπερα; πέρασε δῶ. Τὸ βουνὸ ἀπόπερα ρίχνει ἕναν ἥσκιˬο Ἤπ. Πάμ’ ἀποπέρα ’ς τ’ ἁλώνι - ’ς τὴ σταφίδα Πελοπν. (᾽Ανδρίτσ.) Θὰ πιράσου ἀπ' πέρα ᾽ς τοὺ Μορεˬὰ Στερελλ. (Ἄμφ.) Πέρασις ἀιˬπέρα; Μακεδ. Κάνουμε ᾿ς τὸ χωριˬὸ λαbατίνες καὶ σαλτένουμ’ ἀπόπερα καὶ δρασκελᾶμε καὶ τὰ παιδιά μας ᾿Αργυρᾶδ. || ᾌσμ. ’Σ τὴν ἀποπέρα γειτονιˬά, 'ς τὴν παρακάτω ρούγα, μιὰ λυγερὴ κοιμώτουνε ’ς τ’ ἀντρός της τοὶς ἀγκάλες ἀγν. τόπ. Γιˬὰ νὰ περάσω ἀπόπερα νὰ πάω κατὰ τὸ βάλτο ἀγν. τόπ. Τήρα σὲ ’κεῖνο τὸ βουνὸ ποῦ εἶναι ψηλὸ καὶ μέγα, ᾽ς την ἀποπέρα τη μερεˬὰ κείτονται τρία κιβούριˬα Ἤπ. Πβ. ἀντίπερα. 3) Μακράν, εἰς ἀπόστασιν Κέρκ.: ᾿Απόπερα ἀπὸ τὸ σύνορο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/