ἀποπηδῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπηδῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποπηδῶ ἀμάρτ. ᾿ποπ-πηδῶ Σύμ. ᾿ποπ-πηῶ Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀποπηδῶ.

Σημασιολογία

1) Ἐπὶ τῶν ζῴων, παύω νὰ ὀχεύω Σύμ. 2) Πηδῶ, ὑπερβάλλω διὰ πηδήματος Κύπρ.: Ὁ μαῦρος - ὁ ἄπ-παρος 'ποπ-πηᾷ το. 3) Κάμνω τι νὰ τιναχθῇ πρὸς τὰ ἄνω, ἀνατινάσσω Κύπρ.: Πήαινε ᾽ποπ-πήα τοὶς πατάτες (ἐπὶ τῶν τηγανιζομένων γεωμήλων, δηλ. νὰ ἀνατραποῦν διὰ τινάγματος) Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/