ἀποπιˬάνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπιˬάνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποπιˬάνω Μακεδ. (Καστορ.) Πελοπν. (᾽Ανδρίτσ. ᾿Αρκαδ. Βυτίν. Λάκων. Μεσσ. Οἰν. Πυλ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ.) ’ποπιˬάνω Θήρ. Στερελλ. (Ἄμφ.) ἀπουπιˬάνου Ἤπ. (Χουλιαρ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀποπιγιˬάνω Πόντ. (Κερασ.) Μέσ. ἀπουπιˬάνουμι Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. πιˬάνω. Πβ. καὶ μεταγν. ἀποπιάζω.

Σημασιολογία

Α) 'Ενεργ. 1) Πιάνω), συλλαμβάνω τινὰ ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ Πελοπν. (Μεσσ.) β) 'Επὶ νόσου, καταλαμβάνω, προσβάλλω Θήρ. κ.ἀ.: Μ’ ἔπιˬασε κ᾽ ἠπόπιˬασε. 2) Συνδέω διὰ ραφῆς, συρράπτω, οἷον ἔνδυμα ἐσχισμένον Πόντ. (Κερασ.) Στερελλ. (᾿Αμφ.): ᾿Απόπιˬασε λίγο τὸ φόρεμα Ἄμφ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναπιˬάνω 6, ἀναρράφτω. Πβ. ἀναφορμώνω. 3) Ἐπὶ ζῴων, προσδένω προσωρινῶς Πελοπν. (᾽Ανδρίτσ. Πυλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): ’Αποπιˬάνω τὴ φοράδα - τὸ γαιˬδούρι ᾽Ανδρίτσ. Πυλ. 'Απόπιˬασι νιˬὰ ψ’χούλλα τ᾿ ἄλουγου ἀπουκεῖ ᾿ιˬὰ ἀπ' τοῦ παλού’ Αἰτωλ. 4) Βοηθῶ τινα εἰς τὸ ἔργον του, συνεπιλαμβάνομαι Θεσσ. (Ζαγορ.): Δὲ μ᾿ ἀπουπιˬά’ς κουμμάτ’; εἶμι μουναχή μ᾽ κί δὲν προυφτάνου. 5) Ἐρωτῶ τινα ἐπιμόνως καὶ οἱονεὶ ἐξαναγκαστικῶς εἰς ἀπολογίαν Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ.) 6) Προπαρασκευάζω τὴν ζύμην διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν ἄρτων Ἤπ. (Χουλιαρ.): Φρ. ᾽Απόπιˬακαν τὰ προυζύμιˬα (ἐπὶ ἐνάρξεως διαπραγματεύσεων γάμου ἢ φιλονικίας). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναμίγω 1β. Β) Μέσ. 1) Ἐπιλαμβάνομαί τινος, ἐπιχειρῶ τι Πελοπν. (Βυτίν. Λάκων.): Παροιμ. Δὲν ἀποπιˬάνεται ἀπὸ μισιˬακὸ μετάξι (ἐπὶ ὀκνηρᾶς γυναικὸς ἀποφευγούσης καὶ τὴν ἑταιρικὴν ἐκτροφὴν μεταξοσκωλήκων) Βυτίν. 2) Κρατοῦμαι ἀπό τινος ὡς στηρίγματος Πελοπν. (Λακων.): Ὅγο͜ιος ἀποπιˬάνεται ἀπὸ τέτο͜ια πράματα δὲ bάει καλά. Μὴν ἀποπιˬάνεσαι ἀπὸ αὐτό. || Παροιμ. φρ. ᾿Απὸ ἄχιˬουρα ἀποπιˬάνεται (ἐπὶ τοῦ λίαν φιλάργυρου). β) Δίδω πίστιν εἴς τινα Πελοπν. (Λακων.): Αὐτὸ τὸ παιδὶ ἀποπιˬάνεσαι; γ) ᾿Αναλαμβάνω ἐκ καταπτώσεως ὑλικῆς ἢ ἠθικῆς Στερελλ. (Ἄμφ.): ’Αποπιˬάστηκε τώρᾳ κομμάτι μὲ αὐτὴν τὴ δουλε͜ιὰ ὅπου ἔκαμε. Μετοχ. ᾿Αποπιˬασμένος = ὁ εὐπορῶν οἰκονομικῶς Πελοπν. (Οἰν.) 3) ᾿Αναμειγνύομαι Πελοπν. (Λακων.): Νὰ τοὺς πῇς ’τ’ ἐμεῖς δὲν ἀποπιˬανόμαστε (᾿τ' = ὅτι). 4) Μετέχω ἔργου, ἐργάζομαι Θεσσ. (Ζαγορ.): Δὲν ἀπουπιˬάνιτι καθόλ’ τάχα ἀποὺ ἀκαταδιξία. 5) ’Ερίζω πρός τινα, φιλονικῶ Μακεδ. (Χαλκιδ.): ᾿Απουπιˬάνουμι τ’ μιˬὰ κι᾽ τ᾽ν ἄ᾽. 6) Γίνομαι φορτικός, ἐνοχλῶ τινα Μακεδ. (Χαλκιδ.): ’Απουπιˬάνιτι δὶς τ’ν ὥρα. 7) Ἐπιτιμῶ τινα Μακεδ. (Καστορ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/