ἀπόπιθα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόπιθα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόπιθα τά, Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. πίθος.
Σημασιολογία
Τὸ ὄπισθεν τῶν πίθων, παρὰ τὸν τοῖχον μέρος: Ἡ πεdάμορφη... ἐδιˬάταξε καὶ τ᾿ ἀνοίξανε μιˬὰ dρῦπα κ᾿ ἐbῆκε μέσα και τὸν ἔχωσε ᾿ς τ᾿ ἀπόπιθα (ἐκ παραμυθ.) Συνών. ἀποπίθαρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA