ἀποπλερώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπλερώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπλερώνω σύνηθ. ἀποπληρώνω σύνηθ. ἀπουπλιρώνου βόρ. ἰδιώμ. ἀποπλερούου Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποπληρῶ.
Σημασιολογία
Τελειώνω τὸ πλέρωμα, τὴν ἀπότισιν τῶν ὀφειλομένων ἔνθ’ ἀν.: Εἶδα κ' ἔπαθα ν᾽ ἀποπλερώσω τὸ χρέος μου σύνηθ. || Παροιμ. Ὅπ᾽ ἔκαμε τὸ ’μπόρεσε | τὸν κόσμο ἀποπλέρωσε (ὁ πράξας ὅ,τι καλὸν ἠδυνήθη ἀπέτισε τὸ πρὸς τὴν κοινωνίαν χρέος του) Λευκ. || ᾎσμ. Πᾶρ’ ἕνα γλυκοφίλημα γιὰ νὰ σ᾿ ἀποπληρώσω ἀγν. τόπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA