ἀπομάζωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομάζωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπομάζωμα τό, Ἄνδρ. Κρήτ. Παξ. Πελοπν (Μάν.) Σκόπ. Σῦρ. Χίος κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπομαζώνω.
Σημασιολογία
Συνήθως πληθ. 1) Ἀπομαζούδι͵ ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Μάζωξα δύο χαράρια ἀπομάζωμα ἀπὸ τοὶς ραβδισμένες μου βελανιδεές. ᾿Επῆρα τ᾿ ἀπομαζώματα Χίος. β) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπων, εὐτελής, οὐτιδανὸς Πελοπν. (Μάν.) Σῦρ. Μαζώφτηνα ὅλα τ’ ἀπομαζώματα τοῦ χωριοῦ Μάν. Εἶναι κάθε καρυδεᾶς, ἕνας κ᾿ ἕνας, ὅλα τ᾿ ἀπομαζάματα αὐτόθ. Συνών. ἀπόβρασμα Β 2. 2) Τὸ τέλος τῆς συγκομιδῆς τῶν ἐλαιῶν Κρήτ. : Κοdὰ ᾿ς τ’ ἀπομαζώματα θὰ κάμουνε τὸ γάμο. ᾿Εδὰ ᾿ς τ᾿ ἀπομαζώματα ἐποσταθήκανε καὶ δὲν ἕρχουdαι bλεὸ ᾿ς τ᾿ς ἐλα͜ιές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA