ἀπόμακρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόμακρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπόμακρα ἐπίρρ. Κρήτ. (Ἔμπαρ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Λάκων. Μάν. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ὄφ.) - ΚΧατζοπ. Ἀννιὼ 74 ᾿πόμακρα Κύπρ. (Γερμασ.) κ.ἀ. ἀπομακρὰ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κερασ. Σάντ.) ἀπουμακρὰ Καππ. ἀπινμακρὰ Μακεδ. (Γκιουβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. μακρά. Ὁ μὴ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου ἔν τισι τύπ. λόγον ἔχει τὴν λελυμένην σύνθεσιν. Ἡ λ. παρὰ Βλαχ. Πβ. ΙΒογιατζίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ. 132 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Μακράν, εἰς ἀπόστασιν μεγάλην, πόρρω Κρήτ. (Ἔμπαρ.) Κύθηρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ.): Τὸ σπίτι εἶναι ἀπόμακρα Ἀρκαδ. Ἀπόμακρα στάσου αὐτόθ. || Φρ. Ὄξω ᾿ποδῶ κιˬ ἀπόμακρα (ἀπευχὴ πρὸς ἀποτροπὴν κακοῦ, οἷον νόσου, θανάτου) Κύθηρ. Ἔξου καὶ μακρὰ κιˬ ἀπόμακρα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κερασ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α1136 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «Πάνε κἀμπόσ’ ἀπόμακρα εἰς ἕνα περιβόλι». Συνών. μακρά, μακριά. 2) Μακρόθεν, ἐκ μεγάλης ἀποστάσεως, πόρρωθεν Καππ. (Ἀραβάν.) Κύπρ. (Γερμασ.) Μακεδ. (Γκιουβ) Πελοπν. (Βούρβουρ. Λάκων.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.) - ΚΧατζόπ. ἔνθ’ ἀν.: Στάθου νὰ θωρῇς ’πόμακρα Γερμασ. Ὁμοβροντία ἀκούστηκε ἀπόμακρα ΚΧατζόπ. ἔνθ’ ἀν. Ἀπόμακρα ἔ’ τ᾿ ἕρται (ἔχει καὶ ἕρχεται = ἔρχεται) Ὄφ. Καὶ τὸ παιδίν… εἶδεν ἀπομακρὰ ἕναν τρυπὶν Ἀργυρόπ. || Παροιμ. Δί᾽ τ᾿ ὄρος φωτίαν καὶ τερεῖ ἀπομακρὰ (βάζει φωτιὰ ᾿ς τὸ βουνὸ καὶ κοιτάζει ἀπομακρεˬά. Ἐπὶ τοῦ ἀπαθῶς θεωμένου τὸ ἀποτέλεσμα τῆς κακῆς πράξεώς του) Κερασ. Ἀπομακρὰ τῆ ταουλὶ’ ἡ λαλία γαπάν᾽ φαίνεται (ὁ κρότος τοῦ τυμπάνου μακρόθεν ἀκουόμενος ἰσχυρὸς φαίνεται) Σάντ. || ᾎσμ. Κι ἀπουμακρὰ αιρέτισε κιˬ ἀπουκοντὰ καλ’μέρ’σε Καππ. Συνών. ἀπομακρᾶς, ἀπομακρεˬά, ἀπομακρόθεν. β) Ὀλίγον μακρόθεν, οὐχὶ ἐκ τοῦ πλησίον Πελοπν. (Μάν.): Πέρασα ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ δὲ μπῆκα, μὰ τὸν εἶδα ἀπόμακρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA