ἀπομάκρυσμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομάκρυσμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπομάκρυσμαν τό, Πόντ. (Τραπ.) ἀπομάκρυγμαν Πόντ. (Σάντ.).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπομακρύνω.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ ἀπομακρύνῃ τις ἢ νὰ εὑρίσκεται μακράν, ἀπομάκρυνσις. Συνών. ἀπομάκρυσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA