ἀπομάλ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομάλ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπομάλ ἐπίρρ. Πόντ. (Χαλδ.) ἀπιμάλ Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. ὁμάλ.
Σημασιολογία
1) Κατ᾿ εὐθεῖαν. καθ’ ὁριζοντίαν γραμμὴν Πόντ. ( Σάντ. Χαλδ.): Πάει ἀπιμάλ Χαλδ. 2) Ἄνευ κόπου, ἀκόπως, εὐκόλως Πόντ. (Χαλδ.): Ἀτὸ ἀπομάλ ἕρθε με (ἀκόπως καὶ οἱονεὶ ἀνελπίστως ἀπέκτησα τοῦτο). Ἀπιμάλ κἀνεὶς τιδὲν ᾿κὶ δί’ σε (χωρὶς νὰ κοπιάσῃς κανεὶς δὲν σοῦ δίδει τίποτε).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA