ἀπομαλλίγουμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομαλλίγουμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομαλλίγουμαι Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ἀπομαλλίουμαι Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. μαλλί.
Σημασιολογία
Προξενῶ ἀταξίαν εἰς τὴν κόμην μου, οἷον ἐπὶ διαπληκτισμοῦ. Συνών. ἀναμαλλιˬάζομαι (ἰδ. ἀναμαλλιˬάζω 3), ξεμαλλιˬάζομαι (ἰδ. ξεμαλλιˬάζω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA