ἀπομαντεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομαντεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομαντεύω ΑἘφταλ Μαζώχτρ. 17 ΓΨυχάρ. Ἀγν.2 158.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μαντεύω.
Σημασιολογία
Μαντεύω, ἐννοῶ, συμπεραίνω: Ἔπειτα τ’ ἀπομαντεύω κιˬ ἀπὸ τὰ δικά μας ΑἘφταλ ἔνθ᾽ ἀν. Τί τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸν τόπο του δὲν ἦταν καί δύσκολο νὰ τ’ ἀπομαντέψῃς αύτόθ. Τί δὲ θά ΄δινε ἡ Ἀγνούλλα μας νὰ τὸν ἀντάμωνε ἄξαφνα ᾿ς τὸ δρόμο ν᾽ ἀπομάντευε ἀπὸ τὰ μοισίδιˬα του τί τοῦ γινότανε μέσα του ΓΨυχάρ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA