ἀπομαντζίρισμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομαντζίρισμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπομαντζίρισμαν τό, Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀπομαντζίριγμαν Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπομαντζιρίζω.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ καθαρίζῃ τις τὰ μαγειρικὰ σκεύη ἀπὸ τὰς λιπώδεις οὐσίας. 2) Ἀποχὴ πασχαλινοῦ φαγητοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA