ἀπομαρμαρώνομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομαρμαρώνομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπομαρμαρώνομαι ΓΨυχάρ. Ὄνειρ Γιαννίρ. 392 ἀπουμαρμαρώνουμι Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μαρμαρώνομαι, δι᾽ ὃ ἰδ. μαρμαρώνω.

Σημασιολογία

Μεταβάλλομαι εἰς μάρμαρον, ἀπολιθοῦμαι: Ἔκαμι τὸ σταυρό τ᾿ κιˬ ἀπουμαρμαρώθ’κι Αἰτωλ. Ἅμα ἔβλεπαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλονα, ἐμ’νισκαν σὰν ἀπομαρμαρωμένοι ΓΨυχάρ. ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/