ἀπομαύρισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομαύρισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπομαύρισμα τό, Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) κ. ἀ. ἀπομαύρισμαν Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπομαυρίζω.

Σημασιολογία

1) Ἐντελές μαύρισμα Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.): Ὅλα τὰ χαρανία της ἔχουνε ἕνα ἀπομαύρισμα ποῦ δὲ λέγεται Μάν. 2) Ἐξάλειψις μαυρίσματος, μελανίας Πόντ. (Τραπ.) Συνών. ξεμαύρισμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/