ἀπομαυρύνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομαυρύνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπομαυρύνω Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μαυρύνω.

Σημασιολογία

Ἀποβάλλω, ἐξαλείφω τὴν μελανίαν, τὴν πελιδνότητα: Ἐμαύρυνεν κ’ ἐπεμαύρυνεν ἀσ’ σὴν ἐντροπήν ἀτ’.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/