ἀπομέθυσμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομέθυσμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπομέθυσμαν τό, Πόντ. (Τραπ.) ἀπομέθυγμαν Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπομεθῶ.
Σημασιολογία
Ἀποβολή, πάροδος τῆς μέθης. Συνών. ξεμέθυσμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA