ἀπομεινέσκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομεινέσκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπομεινέσκω Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μάν. Τριφυλ. κ.ἀ.) ἀπομ᾿νέσκω ΚΚρυστάλλ. ᾿Ἑργα 2,84 ἀπουμ'νέσκου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μεινέσκω.

Σημασιολογία

1) Μένω ὡς ὑπόλοιπον, ὑπολείπομαι ἕνθ’ ἀν.: Ὅσα κερδίζω ὅλα τὰ χαλάω, τίποτα δὲ μοῦ ἀπομεινέσκει Τριφυλ. Ἔκανα οἰκονομίες κιˬ ὅλο καὶ κἄτι μ᾿ ἀπομεινέσκει Μάν. 2) Μένω ὀπίσω, δὲν προχωρῶ Πελοπν. (Μάν.) Περπάτα λήγορα καὶ μὴν ἀπομεινέσκῃς πίσω. 3) Μένω ἐνεός, κατάπληκτος ΚΚρυστάλλ. ἕνθ’ ἀν.: Ποίημ. Κρυφοθιˬαμαίνομαι κ’ ἐγὼ καὶ μ᾿ ἀγνωμιˬὰ ἀπομ’νέσκω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/