ἀπομερώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομερώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπομερώνω Θρᾴκ. (Περίστασ.) Κάρπ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μερώνω.

Σημασιολογία

1) Καθιστῶ τινα ἐντελῶς ἥμερον ἔνθ' ἀν.: ᾎσμ. Πουλ-λάκιν εἶχα ᾿ς τὸ κλουὶ καλ' ἀπομερωμένο κ᾽ ἐτάιζά το ζάχαρι κ’ ἐτάιζά το μέλι Κάρπ. 2) Καθησυχάζω Θρᾴκ. (Περίστασ.): Τὸν ἀπομέρωσε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/