ἀπομετρῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομετρῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομετρῶ πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μετρῶ. Πβ. καὶ μεταγν. ἀπομετρῶ.
Σημασιολογία
Παύω νὰ μετρῶ, τελειώνω τὴν μέτρησιν: Περίμενέ με ὅσο ν᾽ ἀπομετρήσω τὰ καρύδιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA