ἀπομικρένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομικρένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμμα

Τυπολογία

ἀπομικρένω πολλαχ. ᾽Αόρ. ἀπομίκρανα Κρήτ. Πόντ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μικρένω. Ὁ ἀόρ. ἀπομίκρανα κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ ἀορ. τῶν εἰς -αίνω ρημάτων, οἷον ζεσταίνω-ζέστανα κττ.

Σημασιολογία

Καθιστῶ τι πολὺ μικρόν: Εἴπαμε νὰ τὸ μικρύνῃς, μὰ σὺ τὸ ἀπομίκρυνες. Καὶ ἀμτβ. καθίσταμαι μικρός, σμικρύνομαι πολύ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/