ἀπομιλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομιλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπομιλῶ Κρήτ. κ.ἀ. ᾿πομιλῶ Κρήτ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μιλῶ.

Σημασιολογία

Τελειώνω τὴν ὁμιλίαν μου: ᾽Ακόμη δὲ d᾿ ἀπομιλήσετε; Κρήτ. Μίλε͜ιε τοῦ λόγου σου κ’ ἐγὼ ’πομίλησα αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. Δ 307 «ὡσὰν τσ᾿ ἀπομιλήσασιν, ὀμπρός τως γονατίζει».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/