ἀπομισαρεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομισαρεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομισαρεύω ἀμάρτ. ᾿πομιιˬαρεύgω Κύπρ. ᾿πομουιˬαρεύκω Κύπρ. ᾿πουμουιˬαρεύgω Κύπρ. 'πουμουιˬαρεύκω Κύπρ. ’φουμουιˬαρεύgω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. ἀπομισάρις.
Σημασιολογία
Συμφωνῶ ἐπίμορτον καλλιέργειαν, ἐπί τε ἰδιοκτήτου καὶ ἐπὶ καλλιεργητοῦ: ’Εφουμουιˬάρεψαν νὰ σπείρουν. Συνών. κολληγιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA