ἀπομισάρικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομισάρικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπομισάρικος ἐπίθ. ἀμάρτ. ᾽πομιιˬάρικος Κύπρ. ᾿πουμιιˬάρικος Κύπρ. ᾽πομουιˬάρικος Κύπρ. ᾿πουμουιˬάρικος Κύπρ. ἀφομιιˬάρικος Κύπρ. ’φουμιιˬάρικος Κύπρ. ’φουμουιˬάρικος Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. ἀπομισάρις καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ικος.

Σημασιολογία

1) ᾽Επὶ καλλιεργείας ἀγρῶν, ἀμπελώνων κττ. ὁ παρεχόμενος πρὸς καλλιέργειαν ἐπὶ τῷ ὅρῳ τῆς ἀποδόσεως τοῦ ἡμίσεος προϊόντος εἰς τὸν ἰδιοκτήτην: Ἔδωκεν τ᾽ ἀμπέλιˬα του ’φουμουιˬάρικα. 2) Συνεταιρικός, συντροφικός: Καβενὲς ᾿πομιιˬάρικος. Συνών. σημισσιˬακός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/