ἀπομισσεμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομισσεμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀπομισσεμὸς ὁ, Κρήτ. (Βιάνν. Ἡράκλ. κ.ἀ.) ἀπουμισσιμὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) ’πομισσεμὸς Τῆλ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀπομισσεμός.

Σημασιολογία

1) ᾿Απομίσσεμα 1, ὃ ἰδ.: ᾌσμ. Μὰ δὰ ’ς τὸν ἀπομισσεμὸ τρεῖς ποταμοὶ κινοῦνε Κρήτ. Καὶ ’πάνω ’ς τὸν ’πομισσεμὸ Μαρούδι τήν φωνάζει, ἄβγε, Μαρούδι, νὰ σὲ δῶ καὶ νὰ μισσέψω θέλω (ἄβγε = ἔβγα) Τῆλ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. Ε 1333 (ἔκδ.JLambert) «καὶ ἀπότις τὴν ἐσύντυχε εἰς τὸν ἀπεμισσιμόν του | δοξεύγει τὴν ἀγέρωχον, στοχᾷ κατὰ καρδίας. 2) Μεταφ. πάροδος, πέρασμα Κρήτ.: 'Σ τὸν ἀπομισσεμὸ τοῦ κατσιποδιˬασμένου χρόνου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/