ἀπομματίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομματίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπομματίδα ἡ, ΣΜυριβήλ. Ζωὴ ἐν ταφ. 97 ἀπουμματίδα Λέσβ. ἀπουμ-μακίδα Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπό, τοῦ οὐσ. μάτι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίδα. Διὰ τὴν τροπὴν τῆς συλλαβῆς τι εἰς κι ἰδ. PKretschmer Lesb. Dial. 146.

Σημασιολογία

Ἀπομματάδα, ὅ ἰδ.: Ἡ κωπέλλα ἐκεῖ ποῦ μάζευε ἔπαιρνε τὴν ἀπομματίδα τῶν ἀλλωνῶν καὶ γύριζε μὲ τρόπο καὶ μὲ κοίταζε. ΣΜυριβήλ ἔνθ’ ἀν. Πῆρι τ᾽ν ἀπουμμακίδα μ᾽ τσ᾿ ἔφ'γι (διέλαθε τὴν προσοχήν μου καὶ ἔφυγεν) Λέσβ. Θὰ πάρ’ τ᾽ν ἀπουμματίδα τ᾿ἀφιντ’κοῦ τ᾿ τσὶ θὰ παγαί’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) αὐτόθ. Ἔκλιψις τ᾽ν ἀπουμμακίδα τ᾿ τσ᾿ ἔφ’γις αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/