ἀπομοιράζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομοιράζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομοιράζω πολλαχ. ἀπουμ’ράζου Λέσβ. κ.ἀ. ’πομοιράζω Κύπρ. κ.ἀ. ἀπομοιράτζω Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μοιράζω.
Σημασιολογία
1) Τελειώνω τὸ μοίρασμα τὴν διανομὴν πολλαχ.: Τοὺς τὰ ἀπομοίρασα ὅ,τι εἶχα καὶ δὲ μὄμεινε τίποτε. Δὲν ἐπομοιράσαμε ἀκόμη, ἔχομε κἄτι λίγα ἀμοίραστα. 2) Ἐπιθυμῶ τι ὡς ἰδικόν μου μερίδων, διεκδικῶ Κάρπ.: ᾎσμ. Ἄουροι νὰ γιˬαμάχουτ-ται, νὰ τὴν ἀπομοιράτζου τ’ οι' ᾿ιπλοκανακάριες νὰ τὴν ἀκρορεάτζου (ὀρέγωνται).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA