ἀπομονάχιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομονάχιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπομονάχιˬασμα τό, Πελοπν. (Μάν) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπομοναχιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Συνάντησίς τινος μόνου, ἄνευ ἄλλων: ’Σ τὸ πρῶτο ἀπομονάχιˬασμα θὰ τῆς τὸ πῶ. Σὲ κάθε ἀπομονάχιˬασμα τὴ φιλάει δίχως ἐκείνη νὰ τοῦ ἀντιστέκεται. 2) Τὸ νὰ εὑρίσκεταί τις μόνος: Δὲ μ᾽ ἀρέσουν τ’ ἀπομοναχιˬάσματά σου. Συνών. ξεμονάχιˬασμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA